βάδισμα

βάδισμα
[вадизма] ουσ. о. шаг, ходьба.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βάδισμα" в других словарях:

  • βάδισμα — walk neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάδισμα — το (AM βάδισμα) [βαδίζω] 1. το να βαδίζει κανείς 2. ο χαρακτηριστικός τρόπος που βαδίζει κάποιος, η περπατησιά …   Dictionary of Greek

  • βάδισμα — το βλ. βάδιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαδισμάτων — βάδισμα walk neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδίσμασι — βάδισμα walk neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδίσμασιν — βάδισμα walk neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδίσματα — βάδισμα walk neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδίσματι — βάδισμα walk neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδίσματος — βάδισμα walk neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αταξία — (Ιατρ). Η διαταραχή της εναρμόνισης των μυϊκών συσπάσεων με συνέπεια τη δυσχέρεια στη διατήρηση σταθερής όρθιας θέσης (στατική α.) και στην ορθή εκτέλεση κινήσεων των άκρων, εξαιτίας λανθασμένης εκτίμησης της μυϊκής δύναμης που πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»